-
1 Πελοποννησιακος
-
2 Πελοποννησιακός
Πελοποννησιακόςmasc nom sg -
3 Πελοποννησιακά
Πελοποννησιακόςneut nom /voc /acc plΠελοποννησιακά̱, Πελοποννησιακόςfem nom /voc /acc dualΠελοποννησιακά̱, Πελοποννησιακόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 Πελοποννησιακόν
Πελοποννησιακόςmasc acc sgΠελοποννησιακόςneut nom /voc /acc sg -
5 Πελοποννησιακούς
Πελοποννησιακόςmasc acc pl -
6 Πελοποννησιακή
Πελοποννησιακόςfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 Πελοποννησιακήν
Πελοποννησιακόςfem acc sg (attic epic ionic) -
8 Πελοποννησιακών
-
9 Πελοποννησιακῶν
-
10 Peloponnesus
Peloponnēsus u. -os, ī, f. (Πελοπόννησος), die Pelopsinsel, der Peloponnes, die südl. Halbinsel Griechenlands, j. Morea, Cic. de rep. 2, 8; ep. 7, 28, 1. Liv. 32, 21, 23: griech. Form -os, Varro r. r. 2, 5, 4. Mela 2, 3, 3 (2. § 38). – Dav.: A) Peloponnēnsis, e, peloponnensisch, bellum, Ampel. 15, 12. – Plur. subst., Peloponnēnsēs, ium, m., die Bewohner des Peloponnes, Curt. u.a. – B) Peloponnēsiacus, a, um (Πελοποννησιακός), peloponnesisch, bellum, Cic. u. Sen.: gentes, litus, Mela. – Plur. subst., Peloponnēsiacī, ōrum, m., die Peloponnesier, Mela 2, 3, 9 (2. § 52). – C) Peloponnēsius, a, um (Πελοποννήσιος), peloponnesisch, civitates, Cic.: bellum, Nep.: tempora, des peloponnesischen Krieges, Quint. – Plur. subst., Peloponnēsiī, ōrum, m., die Peloponnesier, Varro u.a.
-
11 Πελοποννησιακή
-
12 Πελοποννησιακῇ
-
13 Πελοποννησιακήι
-
14 Πελοποννησιακῆι
-
15 Πελοποννησιακής
-
16 Πελοποννησιακῆς
-
17 Πελοποννησιακοίς
-
18 Πελοποννησιακοῖς
-
19 Πελοποννησιακού
-
20 Πελοποννησιακοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πελοποννησιακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελοποννησιακός — ή, ό / πελοποννησιακός, ή, όν, ΝΜΑ [Πελοπόννησος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πελοπόννησο («πελοποννησιακός πόλεμος» η μεγάλη εμφύλια σύρραξη ανάμεσα στη Σπάρτη και στην Αθήνα που έγινε από το 431 ώς το 404 π.Χ. και είχε ως αποτέλεσμα την… … Dictionary of Greek
Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους … Dictionary of Greek
πελοποννησιακός — ή, ό αυτός που ανήκει στην Πελοπόννησο, της Πελοποννήσου, αλλιώς μοραΐτικος: Πελοποννησιακή Γερουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πελοποννησιακά — Πελοποννησιακός neut nom/voc/acc pl Πελοποννησιακά̱ , Πελοποννησιακός fem nom/voc/acc dual Πελοποννησιακά̱ , Πελοποννησιακός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακῶν — Πελοποννησιακός fem gen pl Πελοποννησιακός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακόν — Πελοποννησιακός masc acc sg Πελοποννησιακός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακοῖς — Πελοποννησιακός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακοῦ — Πελοποννησιακός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακούς — Πελοποννησιακός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακῆς — Πελοποννησιακός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)